- απροσγείωτος
- -η, -ο1. αυτός που δεν έχει προσγειωθεί2. (για πρόσωπα) αυτός που αεροβατεί, ονειροπόλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απροσγείωτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν προσγειώθηκε: Το αεροπλάνο ήταν ακόμη απροσγείωτο. 2. αυτός που δε στηρίζεται στην πραγματικότητα, ονειροπόλος: Είναι ακόμη απροσγείωτος, γι αυτό μιλά έτσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)